- διόγκωσις
- διόγκωσιςswellingfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διογκώσεις — διόγκωσις swelling fem nom/voc pl (attic epic) διόγκωσις swelling fem nom/acc pl (attic) διογκόω distend aor subj act 2nd sg (epic) διογκόω distend fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διόγκωσιν — διόγκωσις swelling fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διόγκωση — η (AM διόγκωσις) [διογκώ] 1. αύξηση τού όγκου 2. πρήξιμο νεοελλ. σκόπιμη απόδοση μεγαλύτερης σημασίας σε κάτι απ όση πραγματικά αυτό έχει αρχ. έπαρση … Dictionary of Greek
διογκώσεως — διογκώσεω̆ς , διόγκωσις swelling fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)